οστεοαρθρίτιδα

οστεοαρθρίτιδα
η
ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονώδης πάθηση μιας άρθρωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoarthritis < ὀστέον / ὀστοῦν + ἀρθρῖτις(-δα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οστεοαρθρικός — ή, ό ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρθρώσεις τών οστών 2. αυτός που πάσχει από οστεοαρθρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἀρθρικός] …   Dictionary of Greek

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”